χλάδω — και χλάζω Α 1. φουσκώνω από έπαρση ή από χαρά 2. (για νερό) α) αναβράζω, κοχλάζω β) (γενικά) θροΐζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμάρτυρος τ. ενεστώτα, άγνωστης ετυμολ., τον οποίο υποθέτουμε με βάση τον τ. παρακμ. κέχλᾱδα, καθώς και τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ.… … Dictionary of Greek
κεχλάδοντας — χλάδω exult loudly perf part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεχλάδειν — κεχλά̱δειν , χλάδω exult loudly perf inf act (epic) κεχλά̱δειν , χλάδω exult loudly plup ind act 1st sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέχλαδεν — κέχλᾱδεν , χλάδω exult loudly perf ind act 3rd sg κέχλᾱδεν , χλάδω exult loudly plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεχλαδότας — κεχλᾱδότας , χλάδω exult loudly perf part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεχλαδώς — κεχλᾱδώς , χλάδω exult loudly perf part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέχλαδα — κέχλᾱδα , χλάδω exult loudly perf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)